- ὀρέγματα
- ὄρεγμαstretching outneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επασσυτεροτριβής — ἐπασσυτεροτριβής, ές (Α) αυτός που χτυπά αλλεπάλληλα, συνεχώς («ἐπασσυτεροτριβῆ τὰ χερὸς ὀρέγματα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ασσύτερος (πρβλ. επασσύτερος) + τριβής (< τρίβω)] … Dictionary of Greek
πολυπλάνητος — η, ο / πολυπλάνητος, ον, ΝΜΑ πολυπλανεμένος, αυτός που έχει πλανηθεί, που έχει βρεθεί άθελά του σε πολλά μέρη αρχ. 1. αυτός που αναφέρεται στις περιπλανήσεις ή προέρχεται από αυτές («δρομαίων... πολυπλανήτων... πόνων», Ευρ.) 2. (για χτυπήματα)… … Dictionary of Greek
όρεγμα — ὄρεγμα, τὸ (Α) [ορέγω] 1. (κυρίως για τα χέρια αλλά και για τα πόδια) έκταση, άπλωμα (α. «προτείνει δὲ χεὶρ ἐκ χερὸς ὀρέγματα», Αισχύλ. β. «διὰ τὸ μέγεθος τοῡ ὀρέγματος» εξαιτίας τού ανοίγματος τού βήματος, Αριστοτ.) 2. το να προσφέρει κάποιος… … Dictionary of Greek